- περιγέγωνα
- Α(επικ. τ.)1. φωνάζω, κραυγάζω ολόγυρα2. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) περιγεγωνόςτο εύφωνο, το μελωδικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* γέγωνα*, παρακμ. με σημ. ενεστ. ή αορ. «κραυγάζω, φωνάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.